- Αττικής, νομός
- Ο ν.Α. προήλθε από τη συγχώνευση των μέχρι τότε δύο νομών Αττικής και Πειραιώς (1972). Έχει έκταση 3.808 τ. χλμ., συνορεύει με τους νομούς Ευβοίας, Βοιωτίας και Κορινθίας και περιλαμβάνει 91 δήμους και 33 κοινότητες (2001). Με τον νόμο 1599/86, ο ν.Α. διαιρέθηκε στις εξής 4 νομαρχίες: 1) Αθηνών (με έδρα την Αθήνα), 2) Πειραιώς (με έδρα τον Πειραιά), 3) Ανατολικής Αττικής (με έδρα την Αγία Παρασκευή) και 4) Δυτικής Αττικής (με έδρα το Αιγάλεω). Εξάλλου, μετά τη διοικητική αναδιάρθρωση της χώρας από την εφαρμογή του σχεδίου Καποδίστριας, ο ν.Α. αποτελεί μία από τις 13 περιφέρειες της Ελλάδας.
Στον ν.Α. λειτουργούν σήμερα οι ακόλουθες 10 μητροπόλεις: 1) Αρχιεπισκοπής Αθηνών, 2) Νέας Σμύρνης, 3) Πειραιώς, 4) Νικαίας, 5) Περιστερίου, 6) Νέας Ιωνίας, 7) Αττικής (έδρα Κηφισιά), 8) Καισαριανής–Βύρωνος–Υμηττού, 9) Μεγάρων και 10) Μεσογαίας και Λαυρεωτικής.
Ιστορία.Είναι βέβαιο ότι η Α. ήταν πυκνά κατοικημένη από τους νεολιθικούς χρόνους έως την ύστατη αρχαιότητα. Οι κυριότερες θέσεις όπου έχουμε προϊστορικά λείψανα είναι: Μαραθώνας, Ν. Μάκρη, Ραφήνα, Βραυρών, Θορικός, Άγ. Κοσμάς, Ελευσίνα, Μενίδι, Μαρκόπουλο, Σπάτα, Άφιδνα και φυσικά η Αθήνα. Όλες αυτές οι θέσεις αποτελούσαν σημαντικούς οικισμούς, μερικοί από τους οποίους γνώρισαν μεγάλη ακμή κυρίως κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους. Με τον λεγόμενο συνοικισμό του Θησέα όλα αυτά τα μικρά ανεξάρτητα πολίσματα υποτάσσονται στο κράτος των Αθηνών και, χάνοντας την ανεξαρτησία τους, γίνονται δήμοι του αθηναϊκού κράτους, μερικοί από τους οποίους εξακολουθούν να ακμάζουν ιδιαίτερα ή να αποτελούν σημαντικά κέντρα λατρείας.
Η Α. κατά τους ιστορικούς χρόνους αποτελεί τη γεωγραφική έκταση του κράτους των Αθηνών. Οι άρχοντες των Αθηνών καθώς και οι βουλευτές προέρχονταν από όλες τις περιοχές της Α. και η εκκλησία του δήμου αποτελούταν, θεωρητικά τουλάχιστον, από το σύνολο των κατοίκων της Α. Με βάση τη γεωγραφική θέση των οικισμών-δήμων, οι Αθηναίοι πολίτες χωρίζονταν στους κατοίκους του άστεως, δηλαδή των Αθηναίων έως τον Υμηττό, το Αιγάλεω και τους πρόποδες της Πάρνηθας, στους κατοίκους της μεσογαίας, δηλαδή τους κατοίκους της βόρειας ορεινής περιοχής Πάρνηθας και Πεντελικού και της περιοχής πίσω από τον Υμηττό, και τέλος στους παράλιους, τους κατοίκους δηλαδή της παραλίας από την Ελευσίνα έως το Σούνιο και τον Ραμνούντα (ο Πειραιάς και το Φάληρο ανήκαν στο άστυ).
Η Α., ως περιοχή του αθηναϊκού κράτους, αποτελεί μια ενότητα σε όλους τους τομείς και συνήθως χρησιμοποιούμε τον όρο αττικός ή αθηναϊκός χωρίς να κάνουμε διάκριση (αττική τέχνη, αθηναϊκή δύναμη κλπ. βλ. λ. Αθήνα). Κατά τους κλασικούς χρόνους και αργότερα, η Α. προστατεύεται με ολόκληρο σύστημα οχυρωματικών έργων τόσο στα βόρεια όριά της, όσο και στις ευπρόσβλητες ακτές της. Στα βόρεια, το φρούριο των Ελευθερών με το ισχυρό τείχος και τους πύργους του σώζεται σε θαυμάσια κατάσταση έως σήμερα, ύστερα η Οινόη και το φρούριο της Φυλής, η Δεκέλεια και τέλος η Άφιδνα. Στην ακτή, το οχυρωματικό δίκτυο περιλαμβάνει τις οχυρώσεις του Ραμνούντα, του Θορικού, του Σουνίου, της Αναβύσσου (αρχαίας Αναφλύστου) για την προστασία των μεταλλείων του Λαυρίου, και κλείνει με τα οχυρωματικά έργα του Πειραιά και της Ελευσίνας.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα σχεδόν σε όλη την έκταση της Α. μαρτυρούν ότι πολλοί αττικοί δήμοι γνώρισαν περιόδους εξαιρετικής ακμής και πλούτου. Αξιοσημείωτα είναι τα ευρήματα του Θορικού, του Ραμνούντα, του Σουνίου, του Μυρρινούντα (Μερέντα), της Αναφλύστου (Αναβύσσου) και εντελώς ιδιαίτερης σημασίας της Ελευσίνας, όπου η λατρεία της Δήμητρας και Κόρης, που είχε τις ρίζες της στα μυκηναϊκά κιόλας χρόνια, συνεχίστηκε έως τα ύστατα χρόνια της αρχαιότητας. Εκτός από τη λατρεία της Ελευσίνας όμως ένα πλήθος λατρείες της Α. ανάγονται στους προϊστορικούς χρόνους. Η λατρεία του Πάνα και των Νυμφών είναι απλωμένη σε όλη την Α. (Μαραθών, Πάρνης, Υμηττός). Η λατρεία του Διόνυσου στην Ικαρία (σημερινό Διόνυσο), της Ιφιγένειας και Αρτέμιδας στη Βραυρώνα, της Αρτέμιδας στην Αραφήνα, της Αθηνάς στο Σούνιο, της Αφροδίτης στην Ιερά οδό, του Ποσειδώνα στο Σούνιο, του Απόλλωνα στο Δαφνί είναι από τις πιο χαρακτηριστικές και γνωστές εκτός του άστεως των Αθηνών.
Στους βυζαντινούς χρόνους η Α. παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Η αίγλη της Αθήνας δεν τη σώζει από τη βάρβαρη επιδρομή των Γότθων του Αλαρίχου (396) και ο πληθυσμός της από τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους είναι μειωμένος, σε αντίθεση με τη γειτονική Βοιωτία, που, όπως φαίνεται και από τον αριθμό των επισκοπών της (Θήβας, Θεσπιών, Πλαταιών, Τανάγρας) έχει σχετικά περισσότερο πληθυσμό όχι μόνο από την Α., αλλά και από την υπόλοιπη Ελλάδα πριν ακόμα αποκτήσει ξεχωριστή οικονομική άνθηση με την ανάπτυξη της μεταξουργίας στη Θήβα.
Το μεγάλο μοναστήρι που χτίστηκε στο Δαφνί την εποχή του Ιουστινιανού είναι μεμονωμένη περίπτωση και δεν δείχνει γενικότερη ανάπτυξη της Α. Αντίθετα, ο αριθμός των μνημείων του 11ου και 12ου αι. φανερώνει μία γενικότερη άνθηση, που συνεχίζεται στην εποχή της φραγκοκρατίας, όταν στα περίχωρα της Αθήνας η φραγκική κυριαρχία ασκείται με τρόπο πιο χαλαρό απ’ ό,τι μέσα στην Αθήνα.
Τα μνημεία της Α. του 11ου και 12ου αι. είναι αξιόλογα δείγματα αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής της εποχής, με έντονη την επίδραση της κλασικής παράδοσης, ζωντανής στον αττικό χώρο χάρη στα αρχαία του μνημεία. Ειδικά τα ψηφιδωτά της μονής του Δαφνιού –που χτίστηκε τον 11o αι. στη θέση της παλαιότερης του 6ου– δεν είναι μόνο το αξιολογότερο δείγμα μωσαϊκών του αιώνα, αλλά αποκαλύπτουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο τον ρόλο της κλασικής κληρονομιάς στη βυζαντινή ζωγραφική και τις γόνιμες επιπτώσεις του.
Η ζωή της Α. σημειώνει βασική αλλαγή από τη ζωή της Αθήνας από την τουρκική κατάκτηση και ύστερα και πιο συγκεκριμένα από τον θάνατο του Γεωργίου Καστριώτη (Σκεντέρμπεη), όταν οι Τούρκοι καταδιώκουν με τον πιο άγριο τρόπο του συμπολεμιστές του, που αναγκάζονται να εκπατριστούν και πολλοί απ’ αυτούς να έρθουν και να εγκατασταθούν στα γύρω χωριά της Α. Οι πληθυσμοί αυτοί αλλάζουν την όψη της Α. και μεταφυτεύουν εκεί την αλβανική γλώσσα, ονόματα, τοπωνύμια κλπ.
Ενώ η Αθήνα μετά την κατάκτηση εξασφαλίζει ορισμένα προνόμια, η θέση των χωριών της Α. γίνεται πολύ δύσκολη. Μεγάλες εκτάσεις της υπαίθρου καταλαμβάνονται από τους Τούρκους, που με τους σπαχήδες τους κρατούν σε τρομοκρατία τον πληθυσμό. Ωστόσο, ο ρόλος που παίζουν τα μοναστήρια της εποχής της τουρκοκρατίας είναι αποφασιστικός για τη διατήρηση της ελληνικότητας των αττικών χωριών.
Ισχυροί ελληνικοί πυρήνες, μαζί με τις μεγάλες κτήσεις τους, κατάφεραν να διατηρήσουν πολλά προνόμια και να κρατηθούν ακμαίοι έως το τέλος της τουρκικής κατάκτησης. Αξίζει να αναφερθεί η συμβολή της μονής Πεντέλης για τη διατήρηση των προνομίων της Αθήνας.
Οι αλλαγές στη ζωή του πληθυσμού της Α., η ποικιλία των κατακτητών της και ο βαρύς τουρκικός ζυγός δεν έκοψαν το νήμα της ελληνικής παράδοσης, όπως και μόνα τα τοπωνύμιά της θα μπορούσαν να δείξουν. Ορισμένες περιοχές διατηρούν το αρχαίο τους όνομα (Ωρωπός, Διόνυσος, Ελευσίνα, Μαραθώνας κλπ.), ενώ άλλες δείχνουν την σφραγίδα που άφησαν επάνω τους ορισμένοι βυζαντινοί προύχοντες (Σκαραμαγκάς, Μαγγουφάνα από το Μαγγαφά κλπ.).
Στην Επανάσταση οι χωρικοί της Α. ξεσηκώνονται πρώτοι (Απρίλιος του 1821), καταλαμβάνουν την Αθήνα και πολιορκούν την Ακρόπολη, που παραδίδεται στους Έλληνες τον Ιούνιο του 1822, ενώ οι σπουδαιότερες επιχειρήσεις της Α. γίνονται απ’ όταν παίρνει την Αθήνα ο Κιουταχής (Αύγουστος του 1826) έως την παράδοση της Ακρόπολης στους Τούρκους τον Απρίλιο του 1827.
Dictionary of Greek. 2013.